- φουμῶσος
- φουμῶσος, = Lat.A fumosus,
τυρός Ath.3.113d
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τυρός Ath.3.113d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φουμώσος — ὁ, Α είδος καπνιστού τυριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fumōsus «καπνιστός» (< fumus «καπνός»)] … Dictionary of Greek